- πανλώβητος
- πανλώβητος, ον,A grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανλώβητος — και κατά διόρθ. παλλώβητος, ον, Α εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»] … Dictionary of Greek